Ἀρκάδα

Ἀρκάδα
Ἀρκάς
Arcadian
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρκάδ' — Ἀρκάδα , Ἀρκάς Arcadian masc acc sg Ἀρκάδι , Ἀρκάς Arcadian masc dat sg Ἀρκάδε , Ἀρκάς Arcadian masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκαια — Γιορτή στην Αρκαδία κατά την αρχαιότητα. Την τελούσαν οι Αρκάδες στο όρος Λύκαιο, για να τιμήσουν αρχικά τον Αρκάδα θεό Πάνα και αργότερα τον Λύκαιο Δία. Ιδρυτής της θεωρείτο ο βασιλιάς Λυκάων. Αρχικά, στη γιορτή αυτή ένας άντρας υποτίθεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

  • αλεός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αφείδαντα και εγγονός του Αρκάδα, ιδρυτής της Αλέας, τοπικός ήρωας της Τεγέας και βασιλιάς της Αρκαδίας. Πατέρας του Λυκούργου, του Αμφιδάμαντα και του Κηφέα, καθώς και της Αύγης, ιέρειας της Αθηνάς, που έγινε μητέρα… …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …   Dictionary of Greek

  • τηβέννειος — ον και δ. γρφ. τημένιος, ον Α [τήβεννα / τήβεννος] φρ. «τηβέννειος ἐσθής» εσθήτα που ανήκει στον Τήβεννο ή Τήμενο τον Αρκάδα …   Dictionary of Greek

  • Αζάν — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρκάδα, που είχε γεννηθεί από τον Δία και την Ερατώ. Είχε αδελφούς τον Αφείδαντα και τον Έλατο. Όταν ο Αρκάς μοίρασε το βασίλειό του στα τρία παιδιά του, ο Α. πήρε μια περιοχή που ονομάστηκε Αζανία. Διάδοχος του Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”